Μερικές σκέψεις για το έργο και το πρόσωπο του Στρατή Χαβιαρά, με αφορμή το κλείσιμο σήμερα ενός χρόνου από τον θάνατό του.
Τους φίλους συγγραφείς που έφυγαν από κοντά μας τους μνημονεύουμε και τους κρατάμε ζωντανούς διαβάζοντας τα βιβλία τους. Πού αλλού να συναντήσεις το πρόσωπο, πλέον, αν όχι μέσα στο έργο; Πώς αλλιώς να νιώσεις τον άνθρωπο που δεν είναι κοντά σου; Η φωνή, η παρουσία, ο αχός της ύπαρξής του, πού επιβιώνει; Πού ακούγεται, πού ανασαίνει, πού δονείται περισσότερο και με μεγαλύτερη πιστότητα, αν όχι μέσα στα βιβλία του;
Έπιασα πρόσφατα και ξαναδιάβασα το πρώτο μυθιστόρημα του Στρατή, το Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα, που το είχα διαβάσει επιπόλαια, όπως διαπίστωσα, και κάπως βιαστικά, δώδεκα χρόνια πριν, με την αγωνία να απαντήσω άμεσα στην ευγενική χειρονομία του να μου το χαρίσει.
Είναι ένα μυθιστόρημα που «πατάει» στα γεγονότα που τον σημάδεψαν ως παιδί, στη Νέα Κίο Αργολίδας όπου μεγάλωσε, στα χρόνια της Κατοχής. Το 1944, ο πατέρας του Χρήστος, εκτελέστηκε από τους Ναζί, στη συνέχεια η μητέρα του, Γεωργία Χατζηκυριάκου, εκτοπίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία, ενώ το σπίτι της οικογένειας κατεδαφίστηκε. Με αυτό το φορτίο στις πλάτες του, στα 44 χρόνια του, κι έχοντας πίσω του μόνο ποιητικές συλλογές (την ποίηση δεν την εγκατέλειψε ποτέ), ο Στρατής Χαβιαράς συγγράφει το μυθιστόρημα When the Tree Sings (1979) σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του, που είναι η γλώσσα της χώρας που τον υιοθέτησε από το 1967, των Ηνωμένων Πολιτειών. Το μυθιστόρημα ήταν υποψήφιο για το σημαντικό βραβείο Natiοnal Book Awards, κι ήταν η απαρχή μιας εκπληκτικής πορείας που σφραγίστηκε και με το επόμενο μυθιστόρημα, επίσης γραμμένο στα αγγλικά, τα Ηρωικά χρόνια (The Heroic Age).
Επιστρέφοντας στα Δέντρα, ο Χαβιαράς δεν αρκέστηκε να μεταφέρει σε μια εξιστόρηση τη συγκλονιστική μαρτυρία του. Κάθε άλλο. Καταφεύγει στην τέχνη του Μυθιστορήματος, στην μαγική αυτή δύναμη που μας επιτρέπει, μέσα από το κατάλληλο σκάψιμο στις λέξεις και στις εξιστορήσεις και στις αναβιώσεις, να αναπαριστούμε όχι μόνο τα όσα συνέβησαν, αλλά και μαζί όλο το φαντασιακό και αλληγορικό φορτίο που συνοδεύει τα γεγονότα – και την ίδια στιγμή τα φωτίζει, τα προβάλλει τρισδιάστατα στην οθόνη της ανάγνωσης. Τα νερά που τρέχουν κάτω από το έδαφος της Ιστορίας. Τα τραυματικά αυτά συμβάντα (εκτέλεση, εκτοπισμός, κατεδάφιση) υπάρχουν στο μυθιστόρημα, αλλά επέρχονται αργά στην εξιστόρηση, είναι το αποκορύφωμα της τραγωδίας, κι όχι τα δραματικά γεγονότα που την πυροδοτούν. Όλα, άλλωστε, διαθλώνται και αντανακλώνται μέσα από το βλέμμα και την ψυχή του ήρωα-παιδιού, έτσι που ακόμη και η μεγαλύτερη δυστυχία, η ανυπόφορη πείνα, οι αδικίες και η σκληρότητα, είναι μέρος ενός κόσμου όπου το παιχνίδι είναι μια τελετουργία βίωσης της ζωής, όχι διάλειμμα από αυτήν.
Δεν γνωρίζω άλλο μυθιστόρημα Έλληνα συγγραφέα που να περιγράφει τα χρόνια της Κατοχής στην επαρχία με ζωντανότερο, πληρέστερο, λογοτεχνικά βαθύτερο τρόπο από αυτό το πρώτο βιβλίο του Στρατή. Οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες η πραγματικότητα ανάγεται στο μυθικό της φορτίο, καθώς οι περιγραφές των ψυχικών και γλωσσικών διεργασιών συνδέονται με το συλλογικό ασυνείδητο (από παραστάσεις του Καραγκιόζη μέχρι επιβιώσεις παγανιστικών εθίμων και τελετουργιών), είναι αποτέλεσμα μιας ποιητικής που δεν διακρίνει όρια ανάμεσα στον ποιητικό και τον πεζό λόγο. Εντούτοις, τα ίδια στοιχεία χαρακτηρίζουν και τα δυο επόμενα μυθιστορήματά του, τα Ηρωικά χρόνια (1985) και τα Πορφυρό και μαύρο νήμα (2007), στα οποία οι τραγικές εμπειρίες της Κατοχής ανάγονται στον Μακρύ Χρόνο της Ιστορίας, είτε μέσω της γραμματείας είτε, συνηθέστερα, μέσα από το λαϊκό φαντασιακό και τις επιβιώσεις του στα θρησκευτικά τελετουργικά και έθιμα. Πρόκειται στην ουσία για ένα Τρίπτυχο που μπορεί να διαβαστεί ως μια Ενότητα. Προσθέτοντας στα παραπάνω το τελευταίο πεζό του Στρατή, την ιδιόμορφη και μοναχική Άχνα (2014), ένα πεζόμορφο ποίημα ή ένα ποιητικό πεζό που αποτελεί, τρόπον τινά, το απόσταγμα της λογοτεχνικής πορείας του, έχει κανείς πλήρη εποπτεία του μικρού σε όγκο, αλλά μεγάλου σε αξία και σημασία πεζογραφικού έργου του.*
Η περίπτωση του Στρατή Χαβιαρά είναι κάπως ξεχωριστή, ίσως και μοναδική, ως προς τούτο: Είναι ένας Έλληνας συγγραφέας, με μητρική γλώσσα τα ελληνικά, μεγαλωμένος στην Ελλάδα, με θεματολογία που αρδεύεται αποκλειστικά και μόνο από την ελληνική εμπειρία (πρωτίστως την Κατοχή) και γραμματεία-μυθολογία, ο οποίος έγραψε σχεδόν το σύνολο του έργου του (πλην της Άχνας) σε μια ξένη γλώσσα (τα αγγλικά). Κατά συνέπεια, η πρόσληψή του στη χώρα μας ήταν πάντοτε αποτέλεσμα μετάφρασης (Παύλος Μάτεσις, Τατιάνα Αβέρωφ, Ρένα Χάτχουτ, οι γνωστότεροι μεταφραστές του), με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα Δέντρα, η μετάφραση του Μάτεσι, εκπληκτικής δύναμης και ομορφιάς, ιδιαίτερα επινοητική και φορτισμένη γλωσσικά, δεν είναι βέβαιο ότι απηχεί με ακρίβεια την αισθητική του Χαβιαρά. Τέλος, το γεγονός ότι ουδέποτε λογίστηκε, «τύποις», Έλληνας πεζογράφος, είχε σαν συνέπεια να μην έχει ποτέ βραβευτεί ή τιμηθεί από την ελληνική Πολιτεία για το έργο του, με ό,τι σημαίνει αυτό για την καθιέρωσή του στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού, μεγάλο μέρος του οποίου συνεχίζει ακόμη και σήμερα να τον αγνοεί. Άλλωστε, τα δύο πρώτα του μυθιστορήματα, τα σημαντικότερα από πλευράς επιρροής και σημασίας (υμνήθηκαν στις ΗΠΑ, μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες), είναι σήμερα εξαντλημένα στον τελευταίο εκδότη τους (εκδ. Καστανιώτη).
Ο Στρατής –κι αυτό το επιβεβαιώνουν όλοι όσοι τον γνώρισαν έστω και λίγο–, ήταν άνθρωπος ταπεινός και σεμνός, παλιάς κοπής, και την ίδια στιγμή περήφανος – ένας ανθρωπολογικός τύπος που εκλείπει, αν δεν έχει ήδη εκλείψει. Το θεωρούσε άκομψο, κάπως σαν «ντροπή», να ασχολείται ο ίδιος με την έκδοση, διάδοση, προώθηση του έργου του. Πίστευε πως όταν το έργο αξίζει, αυτήν τη δουλειά την κάνουν οι άλλοι, την κάνει το ίδιο το έργο. Ήταν επίσης ο μοναδικός συγγραφέας που έχω γνωρίσει ο οποίος άξιζε τον τιμητικό τίτλο «δάσκαλος», όχι μόνο γιατί αυτός έφερε τη Δημιουργική Γραφή στην Ελλάδα –δεν ήταν απλός «εισαγωγέας» μιας τάσης–, αλλά επειδή είχε βαθιά και ολοκάθαρη θεώρηση του τι αξίζει και τι όχι στην γραφή, κι είχε τα μέσα και τη διάθεση να τα μεταδώσει. Τα ίδια του τα μυθιστορήματα είναι άλλωστε μαθήματα γραφής, αφού πέρα από το ιστορικό τους πλαίσιο και τα γεγονότα που τα τροφοδοτούν, αποτελούν όλα ανεξαιρέτως και μελέτες πάνω στην ποιητική, στην ικανότητα της μυθοπλασίας να «διορθώνει» την πραγματικότητα, ένας ύμνος στις δυνάμεις της αφήγησης και της ποιητικής ανάπλασης του κόσμου μας μέσα από τις λέξεις.
Σήμερα, κλείνει ένας χρόνος που δεν τον έχουμε κοντά μας. Θα τον θυμόμαστε και θα τον έχουμε στην καρδιά μας για πάντα. Και θα συνεχίζουμε να τον κρατάμε ζωντανό ανάμεσά μας, έτσι όπως κρατάμε ζωντανούς τους άξιους συγγραφείς: διαβάζοντάς τους. Ξανά και ξανά. Και γνωρίζοντας το έργο τους στους νεότερους ή/και σε όσους το αγνοούν.