Για το μυθιστόρημα του Victor Serge «Μεσάνυχτα στον αιώνα» (μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, εκδ. Θύραθεν). Κεντρική εικόνα: από το σπάνιο αρχείο του russiainphoto.ru, το οποίο φιλοδοξεί να ανασυστήσει την ιστορία της Ρωσίας μέσα από ιδιωτικά φωτογραφικά αρχεία καθώς και από τις συλλογές των μεγάλων μουσείων.
Βρισκόμαστε στο 1934. Τον Ιανουάριο εκείνου του έτους πραγματοποιήθηκε το 17ο συνέδριο του σοβιετικού κομμουνιστικού κόμματος που επιβεβαίωσε την κυριαρχία του Στάλιν στο κόμμα. Αυτή η επικράτηση τον μετατρέπει σε προστάτη του κομματικού μηχανισμού που γραφειοκρατικοποιείται κι όλο και πιο πολύ αποξενώνεται από το λαό. Παρά την πολιτική εξόντωση της λεγόμενης «αριστερής αντιπολίτευσης» του Τρότσκι στο 15ο συνέδριο το 1927, και της «δεξιάς αντιπολίτευσης» των Μπουχάριν, Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ από το 1927 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1930, οι μαζικές εκκαθαρίσεις των παλιών συντρόφων συνεχίζονται και επιταχύνονται μετά και τη δολοφονία του μπολσεβίκου ηγέτη Σεργκέι Κίροφ (Δεκέμβριος 1934), ίσως ακόμη τότε του μόνου αντίπαλου δέους στον Στάλιν. Αν κάνουμε ένα μικρό άλμα έως το 18ο συνέδριο που διεξήχθη τον Μάρτιο του 1939 θα δούμε πως τα 2/3 των αντιπροσώπων του 17ου συνεδρίου και τα 98 από τα 139 μέλη της Κ.Ε. του είχαν εκτελεστεί.
Αυτό είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η υπόθεση του μυθιστορήματος του Βίκτορ Σερζ. Μην μας απατά όμως το ότι είναι μυθοπλασία. Τίποτα σ’ αυτό δεν είναι μόνο επινόηση. Πραγματικότητα και μυθοπλασία είναι τόσο στενά συνδεδεμένες που δεν μπορεί κανείς να διαβάσει την πρώτη, χωρίς το μυαλό του να συνδεθεί με τη δεύτερη. Μα συμβαίνει αυτό μόνο με τη μυθοπλασία/πραγματικότητα; Μόνο με αυτό το δίδυμο; Όχι βέβαια. Το ίδιο ισχύει και για δίδυμα όπως ηρωισμός/προδοσία, απογοήτευση/ελπίδα, γνώση/αυταπάτη, μεγαλείο ψυχής/δειλία. Το μεγάλο πλεονέκτημα του μυθοπλαστικού έργου του Σερζ είναι πως σ’ αυτό, αν και οι συνθήκες στις οποίες εξελίσσεται η δράση είναι μαύρες, κατάμαυρες, η συγγραφική παλέτα μας παραδίδει ένα πολύχρωμο και πολυδιάστατο πίνακα της κοινωνίας, των ψυχών και της φύσης.
Ο Βίκτορ Σερζ (1890-1947) –ψευδώνυμο του Βίκτορ-Ναπολέων Λβόβιτς Κιμπάλτσιτς– είναι ένας πραγματικός θρύλος, γέννημα των μεγάλων αφηγήσεων του 20ου αιώνα. Ο Σερζ ήταν παιδί Ρώσων γονέων, αλλά γεννήθηκε στις Βρυξέλλες. Στη διάρκεια της σύντομης ζωής του περιπλανήθηκε στο Παρίσι, στη Βαρκελώνη, κλείστηκε στις γαλλικές φυλακές (1912-1917) κατηγορούμενος για αναρχική τρομοκρατική δραστηριότητα. Αν και αναρχικός, τάχθηκε με τους μπολσεβίκους και πολέμησε στην Αγία Πετρούπολη τους Λευκούς. Μετά πήγε στο Βερολίνο, στη Βιέννη, για να επιστρέψει στην Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα και να βρεθεί στις σταλινικές φυλακές (1928) και στην εξορία στα Ουράλια (1933-1936). Από εκεί με την παρέμβαση των Αντρέ Μαλρώ, Αντρέ Ζιντ και Ρομαίν Ρολάν απελευθερώνεται το 1936 –σπάνιο κάτι τέτοιο για τον Στάλιν– και επιστρέφει στη Γαλλία. Υπό την απειλή της κατάληψης της Γαλλίας από τους ναζί καταφεύγει στο Μεξικό, για να πεθάνει στη χώρα όπου άφησε την τελευταία του πνοή και ο μέντοράς του, Τρότσκι. Αν και ο Σερζ είχε πλέον αποστασιοποιηθεί και από τον τροτσκισμό.
Αγώνας για τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου
Ο Σερζ είναι «άπατρις» και αγαπά τη Ρωσία, επαναστάτης και μυθιστοριογράφος, αναρχικός και μαρξιστής ιδεολόγος. Είναι ο χαρτογράφος που σχεδιάζει τον υπέροχο αλλά και οδυνηρό χάρτη της ιστορίας του αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση του ανθρώπου. Ιστορία, που τα αποτελέσματά της στη Ρωσία ήταν η επικράτηση μιας μεγαλύτερης σκλαβιάς από την τσαρική. Μια «υπέροχη ιστορία», το αποτέλεσμα της οποίας είναι μια απίστευτη καταπίεση, με πρώτα θύματά της τους ίδιους τους μπολσεβίκους επαναστάτες. Και όμως, παρ’ όλη την πανουργία της ιστορίας που μετέτρεψε τους απελευθερωτές σε καταπιεστές και τα θύματα σε θύτες και τανάπαλιν, τα βιβλία του Σερζ δεν αποτελούν απλώς μια ιστορία εξαπατημένων ιδανικών και αρχών, δεν αποτελούν μόνο μια εκ των έσω παρουσίαση της Οκτωβριανής Επανάστασης και των αντιφάσεών της, δεν αποτελούν επίσης μόνο μια ιστορία αγώνων για την ελευθερία. Αποτελούν την ιστορία της δύσκολης σχέσης της ελευθερίας με το ιδανικό της ισότητας. Η ισότητα εδώ δεν είναι κάτι που συναντά την ελευθερία, αλλά υπάρχει μέσα της. Με αυτό το δεδομένο, η ζωή του Σερζ δεν είναι αγώνας για την ελευθερία και την ισότητα, αλλά αγώνας για τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου. Αγώνας που όμως διαψεύστηκε και είχε τόσο τραγικά αποτελέσματα.
Το παρουσιαζόμενο βιβλίο, όπως όλα τα μυθιστορήματα του Σερζ, είναι γραμμένο με αίμα και νοσταλγία, με δάκρυα και ελπίδες, με πίστη στην αξία της γνώσης αλλά και ερωτικά βλέμματα στον επαναστατικό ρομαντισμό. Είναι ένα βιβλίο που μεταδίδει το μήνυμα πως όλες οι εποχές και όλοι οι άνθρωποι, όλες οι κοινωνίες, για να ζήσουν και να ελπίζουν έχουν ανάγκη από μεγάλες αφηγήσεις, για να ξεφεύγουν οι άνθρωποι από τον μίζερο εγκλωβισμό στην πρωτοκαθεδρία της μετριότητας και της καθημερινότητας.
Ο συγγραφέας γράφει αυτό το βιβλίο μεταξύ 1936-1938 έχοντας στο νου του τα χρόνια της δικής του εξορίας στα Ουράλια. Εκεί τοποθετεί και τους πέντε συν έναν ήρωές του. Η ιστορία ξεκινά με τον έναν, τον καθηγητή ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Σβερντλόφ στο Γιεκατερίνμπουργκ (Αικατερινούπολη), τον Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Κοστρόφ. Αυτός συλλαμβάνεται λόγω της συμπάθειάς του προς τον Τρότσκι, μετά από στημένες καταγγελίες φοιτήτριάς του πως χώριζε τους θερμιδωριανούς σε καλούς και κακούς (Θερμιδώρ ονομαζόταν ο ενδέκατος μήνας στο ημερολόγιο της Γαλλικής Επανάστασης. Τότε καθαιρέθηκε και εκτελέστηκε ο Ροβιεσπέρος – 26 και 27 Ιουλίου του 1794). Διαχωρισμός που έφερνε αμέσως συνειρμούς για την αριστερή και δεξιά αντιπολίτευση στον Στάλιν και ένα προσδοκώμενο «αριστερό καλό» Θερμιδώρ κατά του σταλινισμού. Τον φυλακίζουν στο κτήριο της Γενικής Ασφάλειας της πόλης του Γιεκατερίνμπουργκ. Μπαίνοντας ο Κοστρόφ στην Ασφάλεια χαιρετά την μαυρισμένη ορειχάλκινη προσωπίδα του Μαρξ που «χαμογελούσε χαιρέκακα μες στη γενειάδα της». Υπαινιγμός για την κακοποίηση του Μαρξ από τον σταλινισμό.
Τον κλείνουν, αυτόν έναν διανοούμενο, στο «Χάος». Αυτό ήταν ένας ορθογώνιος θάλαμος με έξι κουκέτες για τριάντα κρατούμενους. Ο λυρισμός της γραφής του Σερζ κάνει ακόμη πιο ανάγλυφη την περιγραφή των απάνθρωπων συνθηκών που επικρατούσαν εκεί μέσα. «Ζητώ την άδεια να κλάψω» φωνάζει ένας κρατούμενος. «Κλάψε, φίλε, όσο μπορείς κι όσο τραβά η ψυχή σου» του απαντά ο Παλιός εκεί μέσα. «Αυτό το δικαίωμα έχεις μονάχα, ως πολίτης εδώ μέσα» (σ.39). Κανείς όμως δεν έχει το δικαίωμα να γελάσει. Όταν ο Κοστρόφ σε μια στιγμή απόγνωσης αρχίζει να γελά μόνος του, ο φύλακας τού υπενθυμίζει «πολίτη, το γέλιο απαγορεύεται» (σ.55). Και όλα αυτά, γιατί; Γιατί όπως λέει ο ανακριτής στον Κοστρόφ «δεν φταίει η δικτατορία του προλεταριάτου που είναι γεμάτες οι φυλακές, αλλά η αντεπανάσταση που μας επιτίθεται απ’ όλες τις πλευρές» (σ. 49); Και ο Σερζ μιλούσε για αντεπανάσταση, μόνο που αυτή δεν ήταν οι αντιφρονούντες αλλά ο σταλινισμός. Αυτή η αντίληψη διαπερνά εγκάρσια τα μεταφρασμένα με άψογο τρόπο στα ελληνικά βιβλία του, όπως το Αναμνήσεις ενός επαναστάτη (μτφρ. Ρεβέκκα Πέσσαχ, Scripta, 2007), το Υπόθεση Τουλάγεφ (μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, Θύραθεν, 2017), το Χρόνια δίχως έλεος (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, Θύραθεν, 2017) και φυσικά και το παρόν. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα έχουμε μεταφρασμένο και το υπέροχο «Άνθρωποι στη φυλακή», γραμμένο ήδη το 1929.
Επαναστατικός ιδεαλισμός
Ο Σερζ, παρά τα όσα πέρασε από τους μπολσεβίκους, ποτέ δεν απεμπόλησε τους Μαρξ και Λένιν. Ο επαναστατικός ιδεαλισμός του τον εμπόδισε να δει πως το επί Λένιν επιχείρημα των «ειδικών συνθηκών» για να δικαιολογηθούν η κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης και η δημιουργία μιας αβάστακτης δικτατορίας, παρέμεινε και επί σταλινισμού με στόχο τη διατήρηση και την επέκταση του ολοκληρωτικού χαρακτήρα του καθεστώτος. Οι «ειδικές συνθήκες» για τον Σερζ τελειώνουν το 1921-22, αλλά για τον Στάλιν, την κομματική γραφειοκρατία και τους αριβίστες διαρκούν συνεχώς. Παρασυρμένος όμως από την τροτσκιστική αντίληψη πως αν και το «εποικοδόμημα» (πολιτικό σύστημα) «δεν είναι άλλο πια από βία και ψέμα ενάντια στο προλεταριάτο» (σ. 249), η βάση (δημόσια ιδιοκτησία) είναι ακόμη σοσιαλιστική, δεν βλέπει πως το σταλινικό «εποικοδόμημα» δεν ήταν παρά απόρροια της λογικής του λενινιστικού και μπολσεβίκου δόγματος περί κατοχής της αλήθειας από το κόμμα και τον ηγέτη και αποτέλεσμα της λογικής της κρατικής ιδιοκτησίας. Περιέργως, αν και οπαδός του αναρχικού ελεύθερου ατομικισμού, δεν κατανόησε πως ο μπολσεβικισμός, ο οποίος κατέστειλε με βάναυσο τρόπο τον αναρχισμό –δες και τον Γκριγκόρι Π. Μαξίμοφ στο Η γκιλοτίνα επί το έργον. Οι αναρχικοί στη Ρωσική Επανάσταση και η λενινιστική αντεπανάσταση από εκδόσεις Πανοπτικόν σε μετάφραση Γιώργου Μέρτικα–, περιφρονούσε τον αυθορμητισμό, απολυτοποιούσε την αιτιο-«κρατούμενη» πολιτική δράση και γνώση και στηριζόταν στον αυταρχισμό και την περιφρόνηση της δημοκρατίας.
Ο Κοστρόφ «σπάει» και υπογράφει δήλωση μετανοίας. Δεν απελευθερώνεται όμως. Θα τον συναντήσουμε αργότερα, εξόριστο στη μυθοπλαστική πόλη Τσέρνογε που σημαίνει μαύρη πόλη. Αυτήν τη διασχίζει ο ποταμός Τσερνάγια που σημαίνει μαύρα νερά. Στα Ουράλια πάντως που είχε εξοριστεί ο Σερζ υπήρχε ο ποταμός Τσιορνάγια. Εδώ βρίσκονται ήδη οι πέντε εξόριστοι που αναφέρθηκαν παραπάνω. Δυο παλιοί και μπαρουτοκαπνισμένοι στον Εμφύλιο τροτσκιστές, ο κυνικός πλέον Έλκιν και ο ποιητής-επαναστάτης και ευαίσθητος Ρύζικ. Οι άλλοι τρεις είναι νεότεροι. Ο Γεωργιανός σπουδαστής στη Βιομηχανική Σχολή του Μπακού Ταμπιτζέ Αβέλλιι, η φοιτήτρια Βαρβάρα Πλατόνοβα που δούλευε στην παράδοση ψωμιού στους κατοίκους της πόλης και ο πρώην οδηγός φορτηγών Ροντιόν που περιφρονούσε τους κινδύνους προκαλώντας τους δεσμώτες του με τους υπολογισμούς του για τη σοβιετική εκμετάλλευση της εργασίας.
Προαποφασισμένες καταδίκες
Οι συζητήσεις τους αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Σερζ περιγράφει τον σταλινικό ζόφο αλλά και τα ηθικά και ψυχικά αδιέξοδα των ηρώων του. Και αυτοί σαν τον Σερζ πιστεύουν πως η δικτατορία του προλεταριάτου δεν πρέπει να παραγνωρίζεται «κι ας είναι άρρωστη, ας έχει τρελαθεί, ας είναι άδικη» (σ.100). Ας τους έχει αρρωστήσει, ας τους έχει τρελάνει, ας τους έχει αδικήσει, θα πρόσθετα. Οι ίδιοι αναρωτιούνται αν είναι δυνατόν να είναι πέντε και κανένας τους μην είναι χαφιές αναμεσά τους. Τελικά ο χαφιές είναι ο έκτος. Ο «μετανοήσας» Κοστρόφ. Οι πέντε λαμβάνουν γράμματα και αναφορές από άλλα κέντρα κρατουμένων και τα συζητούν. Μόνο που ο Ροντιόν έκανε το λάθος να το αναφέρει στον «δηλωσία» Κοστρόφ. Ο καθηγητής, εκούσια ή ακούσια, μαρτυρά στον ανακριτή του γι’ αυτά. Θα ήταν προφανές να συμπεράνει κάποιος πως οι μετέπειτα ταλαιπωρίες των πέντε (απολύονται και κλείνονται στη φυλακή της πόλης) θα οφείλονταν σ’ αυτό. Θα έκανε λάθος. Η τύχη τους ήταν προαποφασισμένη. Οι διώκτες τους έψαχναν μόνο την αφορμή. Ο Στάλιν έχει λάβει την απόφαση να εξοντώσει όλους τους πρώην συνοδοιπόρους του. Οι ασφαλίτες του είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν τις «Οδηγίες» του και όχι συγκεκριμένες εντολές. Ότι έκανε και ο Χίτλερ με τους Εβραίους. Οι Οδηγίες έρχονται από το Κέντρο, τις αποφάσεις και την εκτέλεσή τους τις αναλαμβάνουν τα εντεταλμένα όργανα. Εναπόκειται σ’ αυτά να ανακαλύψουν ποινικές «παρανομίες» των εξόριστων και να τους τιμωρήσουν. Και αυτοί τις «ανακαλύπτουν». Μόνο που είναι έωλες και αυτό το λάθος το πληρώνουν οι ίδιοι οι δεσμώτες. Δεν είναι τυχαίο που όταν αποτυγχάνουν τα σχέδια ενοχοποίησης για ποινικά παραπτώματα των πέντε, αυτός που πρώτος πλήρωσε την «αβλεψία» του ήταν ο ανακριτής τους Φεντοσένκο, ο οποίος μάλιστα είχε τιμωρηθεί να είναι εκεί λόγω του ότι είχε κακοποιήσει σεξουαλικά μια κρατούμενη.
Για τον σταλινισμό «σημασία δεν έχει τι κάνουν οι άνθρωποι και τι σκέφτονται, ούτε τι πιστεύουν ότι είναι, αλλά αυτό που πρέπει να επιτελέσουν λόγω της ιστορικής αναγκαιότητας» (σ.212). Οι άνθρωποι στις μυλόπετρες της σταλινικής εξουσίας. Μόνο ο Ροντιόν κατορθώνει να διαφύγει και, ειρωνεία του πράγματος, με ταυτότητα άλλου εργάζεται ως κτίστης του Αρχηγείου της Ασφάλειας στην περιοχή που κατέφυγε. Αλλά ως πότε; Μέχρι να νικηθεί ολοκληρωτικά ο ολοκληρωτισμός;
Η Επανάσταση ήταν ο Θεός αυτών των ανθρώπων που ήταν «οι μόνοι πιστοί στο μεγάλο Κόμμα». Οι πέντε εξόριστοι φίλοι πιστεύουν πολύ σ’ αυτό που κάνουν. Θυμίζουν τους πέντε πεινασμένους σκύλους του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι που «βρήκαν να πάνε βόλτα στου Παράδεισου την πόρτα» αλλά «χωροφύλακες αγγέλοι» για να μη χαλάσει η τάξη «τους κρεμάσαν στο τσιγκέλι», κι όμως αυτοί «μεσ’ στη συμφορά» πρέπει να λένε πως «κάπου υπάρχει Θεός». Αυτή η Επανάσταση όμως δεν προδόθηκε, όπως έγραφε ο Τρότσκι. Αυτή πρόδωσε τους πέντε και όχι μόνον αυτούς. Ο Σερζ αφιέρωσε αυτό του το βιβλίο στους άλλους προδομένους συντρόφους του από το Ισπανικό Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενοποίησης (POUM). Συνεπής επαναστάτης αλλά και ιδεαλιστής έως το τέλος του.
Η πολύ καλή έκδοση συμπληρώνεται με την Εισαγωγή του καλύτερου μελετητή του έργου του Σερζ, του Ρίτσαρντ Γκρίμαν, και ένα ιδιαιτέρως εμπεριστατωμένο Επίμετρο της μεταφράστριας. Η ίδια γράφει και τις ιστορικού βάθους σημειώσεις (εκτός ίσως από τις αναφορές στους σοσιαλδημοκράτες, τους οποίους υποβαθμίζει λίγο). Η μεταφράστρια θεωρεί πως εναπόκειται στον αναγνώστη να κρίνει αν μετέφερε το ύφος και την αισθητική του συγγραφέα στο βιβλίο. Όχι μόνο το κατόρθωσε, αλλά και ανέδειξε τόσο τον λυρισμό του όσο και το μεγαλείο του σε μέγιστο βαθμό.