Για το εμβληματικό μυθιστόρημα του J.D. Salinger «Ο φύλακας στη σίκαλη» (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Πατάκη). Στην κεντρική εικόνα: Ο Σάλιντζερ το 1952 φωτογραφημένος από τον © Antony Di Gesu.
Όταν ο Δον Κιχώτης αποφάσισε να βγει από το σπίτι του σε έναν απομαγεμένο, μουντό κόσμο, προκειμένου να ζήσει τις περιπέτειες που διάβαζε στα αγαπημένα του ιπποτικά αναγνώσματα, η λογοτεχνία ανθοφόρησε. Στον κήπο που πρώτος έσπειρε ο Θερβάντες, ο Σάλιντζερ εμφανίστηκε στα μέσα του 20ού αιώνα για να συνεισφέρει με τη δική του ποικιλία ανθών.
Σε πρώτο επίπεδο, ο Φύλακας στη σίκαλη, το πιο δημοφιλές και αειθαλές του έργο (κυκλοφόρησε το 1951), διαβάζεται απολαυστικά ως ιστορία ενηλικίωσης ή, ακριβέστερα, άρνησης ενηλικίωσης (η οποία όταν επέρχεται καθυστερημένα στην μεν περίπτωση του Δον Κιχώτη συνεπάγεται θάνατο, στη δε του Φύλακα εγκλεισμό και ψυχιατρική παρακολούθηση).
Οι καταγωγικοί δεσμοί είναι προφανείς, καθώς ο Χόλντεν Κόλφηλντ, ο έφηβος πρωταγωνιστής του βιβλίου, ξεκινάει το ταξίδι του ωθούμενος κακήν κακώς στον έξω κόσμο από την καθόλου στοργική φωλιά του ιδιωτικού (πρώτης τάξεως) σχολείου του. Καθ’ οδόν συναντά ενδιαφέρουσα ποικιλία ανθρωπότυπων, στους οποίος περιλαμβάνονται πρώην καθηγητές, πρώην συμμαθητές και φίλοι, ταξιτζήδες, πόρνες κ.ο.κ. Η επαφή του, δοσμένη πάντα σε πρώτο πρόσωπο, παραμένει ελλιπής και μονομερής, καταγράφοντας πρόδηλη αδυναμία επικοινωνίας, δεδομένου ότι ο νεαρός πρωταγωνιστής κινείται μοναχικά στους δαιδάλους του μυαλού του, ξιφουλκώντας αέναα με τα μετεικάσματα των απωθημένων και των φοβιών του. Το αποτέλεσμα είναι η παρωδία επικοινωνίας, η ανάπηρη αυτοαναφορικότητα και η αγχώδης αδυναμία ουσιαστικής επαφής με τους άλλους.
Ο Χέγκελ αναφέρει κάπου ότι τραγωδία είναι η σύγκρουση του ορθού με το ορθό. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τραγικό πρόσωπο είναι εκείνο που εν μέσω συμπληγάδων και αντικρουόμενων δυνάμεων δεν έχει άλλη επιλογή από το να σφάλλει. Ο Χόλντεν Κόλφηλντ είναι ξεκάθαρα ένας τραγικός ήρωας, καθώς το ορθό όπως εκείνος το αντιλαμβάνεται απέχει και αντιδιαστάλλεται με το ορθό του κοινωνικού περίγυρου. Ο Χόλντεν λανθάνει, υποπίπτει σε συνεχόμενα σφάλματα, αδυνατεί να έρθει σε κοινωνία με τον περίγυρό του, με την οικογένειά του. Στις συνεχείς τους προσδοκίες αποτελεί τη μόνιμη διάψευση.
Ετούτη η στρεβλή πορεία δεν αποτελεί ακριβώς συνειδητή επιλογή, είναι κάτι… χειρότερο: αυθόρμητη, ορμέμφυτη, ανυπότακτη και διαρκής. Δεν προβάλλει ως ηθική στάση, ως δόκιμο παράδειγμα προς μίμηση, ένα πείραμα με αρχή και τέλος, αποκοπή από το κοπάδι που εντέχνως θα προετοιμάσει τη διθυραμβική επιστροφή του ασώτου σε εύθετο χρόνο. Ο άγγελος αυτός έχει οριστικά εκπέσει και δεν δείχνει διάθεση να συρθεί στα πόδια κανενός ελεήμονος Θεού εκλιπαρώντας για έλεος.
Ο Φύλακας στη σίκαλη, σύμφωνα με μια άλλη ανάγνωση, θα μπορούσε να είναι ο Τσελεμεντές του Αναρχικού της λογοτεχνίας. Με τη βασική διαφορά ότι εκείνο το παροιμιώδες ανάγνωσμα, ως γραφικό κείμενο, έχει απωλέσει την όποια επαναστατικότητά του και διαβάζεται για ιστορικούς λόγους κυρίως. Το αντίθετο ακριβώς ισχύει για το κορυφαίο έργο του Σάλιντζερ, το οποίο παραμένει δυναμίτης στα θεμέλια της αστικής ευτυχίας, του παγκόσμιου ονείρου επιτυχίας (όσοι αναφέρονται αποκλειστικά στο αμερικανικό απλά βαυκαλίζονται και εθελοτυφλούν).
Ο Χόλντεν εμφανίζεται εξαρχής ως κυνικός, καυστικός, δίχως ιερό και όσιο, στηλιτεύοντας, αφορίζοντας, καθυβρίζοντας όλα εκείνα που η πλειονότητα των ανθρώπων θεωρεί ιερά και απρόσιτα στην κριτική. Άνθρωποι, θεσμοί, ιδέες, δεν ξεφεύγουν από το απύλωτο στόμα του, καθώς κινείται σε έναν κόσμο που ο ίδιος δεν έχει επιλέξει να ζει. Ο κόσμος αυτός και οι κάτοικοί του, σύμφωνα με την δεσπόζουσα οπτική του, είναι κάλπικος.
Έχει ιδιάζουσα σημασία η χρήση της λέξης αυτής για την κατανόηση του βιβλίου. Όχι «κακός» ή ό,τι αρνητικό μπορεί κάποιος να σκεφτεί, αλλά «κάλπικος», ψεύτικος, επιφανειακός, δήθεν κ.ο.κ. Άρα, ανάξιος σεβασμού, υπακοής, ανάξιος ως υπόδειγμα, ως καθοδηγητική αρχή, ως κατηγορική προσταγή, ως τίποτα και ποτέ. Αυτό το κενό, άρα η απουσία νοήματος, είναι που τρελαίνει κυριολεκτικά και μεταφορικά τον ήρωα, είναι αυτό που τον πληγώνει βαθιά, που τον καταθλίβει, που τον οδηγεί στο να φέρεται με τον τρόπο που επιλέγει. Ο κυνικός είναι ένας άνθρωπος που έχει υποφέρει, που έχει τραυματιστεί και στρέφει το μαχαίρι της κριτικής ενάντια στους άλλους και, πρώτιστα, στον εαυτό του.
Κι όμως, ετούτος ο αναρχικός δεν είναι απόλυτα μηδενιστής. Πιστεύει σε κάτι: στην παιδική αθωότητα. Όταν ο Χόλντεν αναφέρεται στα «πιτσιρίκια» νιώθεις αυτόματα τις σελίδες να σου χαμογελούν, το πέπλο κυνισμού να σκίζεται, το τοπίο να φωτίζεται με κάτι που παραπέμπει –έστω προσωρινά και για το ελάχιστο που διαρκεί– σε ελπίδα. Όχι ότι ο συγγραφέας αφήνει πολλά περιθώρια – τα πιτσιρίκια θα μεγαλώσουν και θα γίνουν οι επόμενοι κάλπηδες. Δεν υπάρχει διαφυγή από αυτόν τον φαύλο κύκλο και ο Χόλντεν το γνωρίζει. Και είναι ένας από τους βασικότερους λόγους της κατάθλιψής του. Εκεί όμως στο κέντρο της απελπισίας, στο βαθύτερο σκοτάδι, εμφανίζεται η κλήση, ο σκοπός, η αποστολή του (αλλά κι αυτή ανέφικτη, ουτοπική, μα όχι λιγότερο πολύτιμη): να γίνει ο Φύλακας για τα πιτσιρίκια, να τα προστατεύσει, να μην τα αφήσει να πέσουν στον γκρεμό που είναι η ενηλικίωση, που είναι ο κάλπικος κόσμος, που είναι η κόλαση, που είναι οι άλλοι…
Αυτό το βιβλίο είναι μια παρατεταμένη κραυγή στην έρημο: Μη γίνεις σαν τους γονείς σου, μη γίνεις σαν την οικογένειά σου, μη γίνεις σαν τους φίλους σου! Μη γίνεις τίποτα που δεν θες, αν ίσως θελήσεις να γίνεις όλα εκείνα που μπορείς!
Ο συγγραφέας κατάφερε το σπανίως κατορθωτό, να γράψει ένα βιβλίο που προκάλεσε στην εποχή του, και συνεχίζει να προκαλεί και τώρα. Και τούτο, με τον αμιγώς αμερικανικό τρόπο συγγραφής, τον μόνο, θεωρώ, άξιο λόγου από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Τούτος ο αφηγηματικός τρόπος διαφοροποιείται αισθητά από τις μεγάλες στιγμές του Μοντερνισμού, για παράδειγμα, ο οποίος απαιτούσε από τον αναγνώστη πλήρη συμμετοχή, θέτοντας υψηλά κριτήρια κατανόησης, υπερβαίνοντάς τον εκούσια, χωρίς διάθεση υπαναχώρησης και εφησυχασμού.
Τουναντίον, το σύγχρονο αμερικανικό μυθιστόρημα (από τον Χέμινγουεϊ και μετά) ακολούθησε διαφορετική πορεία πλεύσης. Εν πρώτοις απλός ως προς τα αφηγηματικά μέσα, δεν εξαντλείται παρά μόνο στιγμιαία σε λεκτικές υπερβολές, σπανιότερα σε δαιδαλώδεις φιλοσοφικές έννοιες ως αλλεπάλληλες επιστρώσεις που δεν αφήνουν τον μην έγκριτο αναγνώστη να απολαύσει το βιβλίο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αφηγηματική τεχνική είναι απλοϊκή ή άτεχνη. Η αφαίρεση, η μορφολογική λιτότητα, η απόσταξη (βλέπε και ασιατική λογοτεχνία) συνεπάγεται πανίσχυρη βαρυτική έλξη και αποπνέει πρωτοτυπία μέσω αποκοπής από το ένδοξο, πλην όμως ανεπανάληπτο, παρελθόν των λιθοξόων της ευρωπαϊκής τέχνης.
Ταυτόχρονα, σε νοηματικό επίπεδο, τα κείμενα του είδους διαβάζονται σχετικά εύκολα από το εγγράμματο κοινό, υπακούοντας στη λογική του κρεμμυδιού: όσο πιο ενεργός και καλλιεργημένος ο αναγνώστης τόσο πιο βαθιά μπορεί να προχωρήσει στον πυρήνα, αποκαλύπτοντας ολοένα και περισσότερα επίπεδα ανάγνωσης. Τούτη είναι η μαγεία του αμερικανικού μυθιστορήματος και ο Φύλακας στη σίκαλη αποτελεί ακρογωνιαίο δείγμα.
Τι μας τραβάει όμως σε αυτό το ανάγνωσμα, το οποίο ανακαλύπτουν νέες γενιές αναγνωστών με το ίδιο πάθος κάθε φορά; Με τι ακριβώς ταυτιζόμαστε; Ο ήρωας είναι, σύμφωνα με τα τρέχοντα κυρίαρχα κριτήρια, ανώριμος – επιτηδευμένα, εκούσια, κατ’ επιλογήν ανώριμος. Ποιος αλήθεια στην πραγματική ζωή, τη ζωή ετούτη στο παρόν, θα ανεχόταν έναν τύπο σαν τον Χόλντεν, ως φίλο, ως μέλος της οικογένειάς του; Εγώ δεν γνωρίζω πολλούς.
Η μάγισσα τέχνη δίνει την απάντηση: Ό,τι στη ζωή αποστρεφόμαστε, αίφνης αποκτά γοητεία όταν αναγιγνώσκεται. Η τυπωμένη σελίδα καθαίρει τις πράξεις, περιθάλπει τον εκπεσόντα, μυρώνει τις χαίνουσες πληγές του.
Αναγνωρίζουμε προφανώς ότι οι κάλπηδες που συνεχώς αναφέρει με κάθε ευκαιρία ο συγγραφέας στο έργο του τόσο απολαυστικά, είμαστε εμείς. Κι αν επιλέγουμε να το ξεχάσουμε είναι διότι προς στιγμήν ταυτιζόμαστε με τον πρωταγωνιστή και το ταξίδι του νόστου του. Εντούτοις, το γεγονός παραμένει: είμαστε οι κάλπηδες που ο νεαρός πρωταγωνιστής απορρίπτει σε κάθε βήμα είτε ως οικογένεια, είτε ως φίλοι, είτε ως, γνωστοί κ.ο.κ. Απολαμβάνουμε ενοχικά τις λοιδορίες και τους εξευτελισμούς που με υπέροχα δηκτικό και άναρχο τρόπο εκτοξεύει ο συγγραφέας, αποδεικνύοντας στον εαυτό μας πόσο υπεράνω, πόσο προοδευτικοί και ανοιχτόμυαλοι παραμένουμε – τουλάχιστον όσο διαρκεί η ανάγνωση και έως ότου επιστρέψουμε σε αυτό που οι άνθρωποι (τους οποίους ο Χόλντεν και προφανώς ο Σάλιντζερ θα απεχθανόταν) αποκαλούν «κανονικότητα».
Διότι η αληθινή τέχνη, ω ανοιχτόμυαλε αναγνώστη, δεν είναι επ’ ουδενί κατάφαση. Αρνείται να καταθέσει διαπιστευτήρια πολιτικής ορθότητας, να υπογράψει σύμφωνα συμβίωσης ή δηλώσεις μετάνοιας ώστε να επαναφομοιωθεί δοξαστικά από το υπάρχον. Στρέφει υπερήφανα την πλάτη της, αφήνοντάς όλους τους κάλπηδες στην ημιζωή της πραγματικότητας. Ο Χόλντεν –και κάθε Χόλντεν της λογοτεχνίας– σου δείχνει τον δρόμο, μόνο που εσύ είσαι αρκετά πολυάσχολος, αρκετά δεσμευμένος αλλά, μεταξύ μας, πολύ δειλός να τον ακολουθήσεις.
Υ.Γ.: Πολύς λόγος έχει γίνει για τη μεταφορά του κλασικού πλέον μυθιστορήματος στην ελληνική γλώσσα, με τους φανατικούς οπαδούς του να παραμένουν εσαεί επιφυλακτικοί. Έχοντας διαβάσει την πρώτη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, οφείλω να δηλώσω ότι η νέα προσπάθεια της Αθηνάς Δημητριάδου αποδίδει άψογα τα του Καίσαρος και τα του… Σάλιντζερ – όπως δηλαδή αξίζει σε ένα τέτοιο κείμενο.