Αντλημένο από το παρθενικό βιβλίο του Τσαρλς Τζάκσον The Lost Weekend, το οποίο καθόρισε, εν πολλοίς, την αφηγηματική προσέγγιση του Ουίλιαμ Μπάροουζ στο πυρίκαυστο Queer. Στην αρχή του εν λόγω μυθιστορήματος, ο πρωταγωνιστής του Τζάκσον, Ντον Μπίρμαν, μπαίνει σε ένα μπαρ του Γκρίνουιτς Βίλατζ σαν «θεατής σε εκπαιδευτική εκδρομή με θέμα την Κοινωνιολογία» και μεθάει με την αίσθηση ότι «ίσως να ήταν αόρατος, μια φιγούρα της μυθοπλασίας».
Αυτή η νοτερή φορεσιά της αορατότητας, απότοκη της έλλειψης μιας συγκεκριμένης ταυτότητας, είναι που κάνει τον Όσιαν Βουόνγκ τόσο σημαντικό στις μέρες μας. Καίτοι μόλις 33 ετών, έχει καταφέρει να αποσπάσει το σημαντικό βραβείο T.S. Eliot Prize (το 2017) για το ποιητικό του έργο Νυχτερινός oυρανός με τραύματα εξόδου (μτφρ. Δημήτρης Μαύρος, εκδ. Gutenberg), ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι (μτφρ. Έφη Φρυδά, εκδ. Gutenberg) έχει διανύσει ήδη μεγάλη απόσταση μεταξύ αναγνωστών ανά τον κόσμο, ενώ και η υποδοχή του από την κριτική είναι άκρως εγκωμιαστική.
Ωστόσο, ο Βουόνγκ είναι ένα εν εξελίξει μυστήριο, το οποίο και ο ίδιος προσπαθεί να το αποκρυσταλλώσει μέσα του γράφοντας. Είναι σαν τον ήρωα του Τζάκσον που μπαίνει από την κύρια πόρτα του λογοτεχνικού κόσμου σαν παρατηρητής (και δρών πρόσωπο) σε μια εκδρομή αυτογνωσίας που, σαφώς, περιλαμβάνει την κοινωνιολογική τοποθέτηση ενός ατόμου, την καταγωγική του ρίζα, τη σεξουαλική του ταυτότητα, τη θέση του, εντέλει, σ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο.
Ο Βουόνγκ γεννήθηκε το 1988 στη Σαϊγκόν, αλλά δεν έζησε ποτέ στον γενέθλιο τόπο. Σε ηλικία μόλις δύο ετών μεταναστεύει στις ΗΠΑ μαζί με τη μητέρα του και τη γιαγιά του. Ο πατέρας του θα τους παρατήσει, κάπως έτσι ξεκινάει η περιπέτειά του. Ο Βουόνγκ, αίφνης, γίνεται το παιδί ενός περάσματος, μια γέφυρα που ενώνει το παρελθόν της μητέρας του με το δικό του παρόν. Πετώντας πάνω από τον Ειρηνικό Ωκεανό η μητέρα του θα τον «βαφτίσει» Όσιαν. Είναι μια δάνεια ταυτότητα από τις πολλές που θα αναγκαστεί να φέρει πάνω του.
Μια νέα ζωή
Εγκαθίσταται στο Κονέκτικατ μόνο που αυτός ο νέος τόπος του προσδίδει ολοένα και περισσότερο το αίσθημα της ξενότητας. Μεγαλώνει ως παιδί που δεν μπορεί να έχει ισότιμη σχέση με τους λευκούς, ενώ ταυτόχρονα η ομοφυλοφιλία του θα τον τοποθετήσει στη γωνία της εργατικής συνοικίας που διέμενε. Ένας γκέι σε έναν κόσμο στρέιτ εκείνα τα χρόνια ήταν πάντα ένα ζήτημα, που αν δεν κουκουλωνόταν σίγουρα προκαλούσε αντιδράσεις. Κι όμως, ο μικρός Βουόνγκ έχει ένα παράξενο φλέγμα. Είναι παιδί που παίρνει τα γράμματα. Γίνεται ο μόνος στην οικογένεια που καταφέρνει να κάνει ανώτατες σπουδές, τη στιγμή που η μητέρα του ήταν αναλφάβητη και δούλευε ως μανικουρίστα για τα προς το ζην.
Διαπερνώντας τις ειδολογικές διαφορές και ενσωματώνοντας την ποιητική αύρα στο πεζό του και την ευρυχωρία μιας πλοκής στην ποιητική γραφή του, ο Βουόνγκ είναι ένας «ολικός» δημιουργός, αλλά και πνεύμα των δημιουργημάτων του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τίτλος του πεζού του είναι, αντιστοίχως, τίτλος ενός ποιήματος της συλλογής του. Το συγγραφικό του σύμπαν είναι ενιαίο, διαβάζεται ως μια κύρια πτύχωση της προβληματικής του που είναι η αναζήτηση αυτής της ταυτότητας.
Κι αν στην ποίησή του η μορφή του απόντος πατέρα είναι κυρίαρχη, στο πεζό η μητρική θωριά είναι εκείνη που αναζωπυρώνει την πληγή του. Ναι, υπάρχει μια ανοιχτή πληγή στον Βουόνγκ, διότι η ζωή του είναι σαν να πηγαίνει παράλληλα μ’ αυτόν, και τώρα, πιο ώριμος και έτοιμος, είναι αποφασισμένος διά της γραφής να συνενώσει τα κομμάτια. Η συντροφικότητα, το θάλπος του σώματος, η θέρμη της επιθυμίας, το σκίρτημα του σώματος, η κληρονομικότητα, ο γενέθλιος τόπος που παραμένει μακρινός και ξένος, ο νέος κόσμος στον οποίο εντάχθηκε βιαίως, η σχέση με τους γονείς. Όλα τούτα είναι ζητήματα που ο Βουόνγκ τα απλώνει σε έναν καμβά που τον διαμορφώνει με λέξεις που προσπαθεί να οικειοποιηθεί. Μια γλώσσα που την έμαθε γράμμα-γράμμα αναζητώντας –τι άλλο;– τη νέα του ταυτότητα.
Η προφορικότητα της ποίησής του, αλλά και η απόφασή του να γράψει το πεζό του σε μορφή μονολογικής επιστολής προς τη μητέρα του, δείχνουν πως γι’ αυτόν η γλώσσα έχει πρωτίστως φωνή πριν αποκτήσει γραπτό σώμα. Η φωνοαισθητική διάσταση της δημιουργίας του δεν γίνεται να μείνει εκτός ανάλυσης, διότι είναι αυτή που τον συνεγείρει και τον κινητοποιεί. Όπως έχει πει και ο ίδιος: «Η βιετναμέζικη γλώσσα είναι τονική, πχ. οι λέξεις má, mả, ma. στα βιετναμέζικα διαφοροποιούνται στην προφορά και σημαίνουν: μητέρα, μνήμα, φάντασμα». Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο γλώσσες-κόσμους τοποθετείται ο Βουόνγκ δημιουργώντας τον δικό του.
Εντάσσεται, άραγε, το μυθιστόρημά του στην queer λογοτεχνία; Πάλι με τα δικά του λόγια: «Τo queer προσκαλεί το καινούργιο, το καινοτόμο και είναι ευρύτερο από την σεξουαλικότητα και το φύλο. Είναι δράση. Κι η δράση αυτή ξεκινά στην ακινησία, όπου η σιωπή γίνεται μία αρχιτεκτονική στην υπηρεσία της πρόθεσης». Σαν κάτι να θέλει να μας πει εδώ ο Βουόνγκ. Δεν είναι ένας Ζενέ, ούτε ένας Βιντάλ. Δεν είναι ένας Ίσεργουντ ούτε ένας Καπότε. Προφανώς και δεν αποποιείται τη σεξουαλική του ταυτότητα ούτε την υποβιβάζει σε μια μικρή πτυχή της ζωής του. Αντιθέτως, είναι κεντρικό σημείο στο επιστολικό του μυθιστόρημα. Όσο βαραίνει μέσα του ο θάνατος της γιαγιάς του, άλλο τόσο βαραίνει και ο θάνατος του πρώτου εραστή του από ναρκωτικά.
Ωστόσο, πώς γίνεται να συνδέεσαι με το τραύμα του ακόμη κι αν δεν έχεις τον ίδιο σεξουαλικό προσανατολισμό μαζί του; Η απάντηση είναι απλή: η σημαντική λογοτεχνία, καίτοι εντός της έχει ευδιάκριτες διαφορές, στην ουσία της συμπεριλαμβάνει κάθε άνθρωπο. Ο Βουόνγκ γράφει πρώτα για εκείνον, μια δραστική και αποκαλυπτική autofiction, συμπεριλαμβάνοντας όλους μας. Δεν είναι το φύλο η βασική του μέριμνα, αλλά ο άνθρωπος.
Ακόμη κι αυτός που δεν μπορεί να διαβάσει την επιστολή του; Κυρίως αυτός. Ο Βουόνγκ στέλνει αυτό το μακροσκελές γράμμα στη μητέρα του γνωρίζοντας πως θα μείνει αδιάβαστο και αναπάντητο. Πώς αλλιώς; Δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση. Γι’ αυτόν, όμως, είναι μια λυτρωτική πράξη αυτογνωσίας και αναζήτησης. Είναι ένας τρόπος να την πλησιάσει, να αγγίξει μια πρώτη φορά τόσα άμεσα και πραγματικά τη μητέρα του. Η σχέση τους ορίζεται από μια παρουσία-απουσία. Οι συχνές εκρήξεις βίας της μητέρας του (μια γυναίκα που έχει βιώσει στο πετσί της τις θηριωδίες του πολέμου στο Βιετνάμ) θέτουν οριακά ερωτήματα στον μικρό Βουόνγκ και αφήνουν μια χαίνουσα πληγή στον ενήλικο εαυτό του. Αν επουλώνονται αυτές οι πληγές μέσω της γραφής; Ο συγγραφέας/ποιητής αντιδράει: «όχι, δεν έχει τέτοια λειτουργία η λογοτεχνία».
Τούτη η επιστολή ακολουθώντας τις παραβολικές τροχιές της μνήμης κάνει ένα συνεχές μπρος-πίσω, κουβαλώντας τα φερτά υλικά της θύμησης με έναν άτακτο τρόπο, αλλά που στην ουσία είναι ο μόνος για να συνθέσει τις σπασμένες ψηφίδες της ζωής. Γράφει σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του ευελπιστώντας έτσι να του γίνει πιο οικεία, σαν ένα δεύτερο δέρμα που δεν σκιάζει το πρώτο. Είναι μια προσπάθεια να μιλήσει ανοιχτά για τη σεξουαλικότητά του και πώς αυτή τον καθόρισε σε έναν κόσμο του οποίου η πλειοψηφία στοιχίζεται στο βασίλειο των στρέιτ.
Ο Βουόνγκ είναι ομοίως βίαιος και λυρικός. Ωμός, αλλά και στοχαστικός. Ρεαλιστής, αλλά και ποιητικός. Η επιστολή του φέρνει στο νου το Ημερολόγιο πένθους του Ρολάντ Μπαρτ. Εντέλει μάς προσφέρει μια βιωμένη ιστορία, ανεπεξέργαστη και ατόφια, την οποία καθώς τη γράφει την τοποθετεί μέσα του, την αναστυλώνει, επιθυμεί να της δώσει ένα περίγραμμα και μια ουσία κατανόησης.
Πρόκειται για μια αποκάλυψη. Από τις ωραιότερες της τρέχουσας χρονιάς. Η μετάφραση της Εφης Φρυδά, αλλά και του Δημήτρη Μαύρου στα ποιήματα του Βουόνγκ, αξίζουν ιδιαίτερης μνείας. Εδώ δεν έχουμε απλώς λέξεις, είναι ένα λεκτικό σύμπαν που επιθυμεί να αποκτήσει υπόσταση, να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του. Καθόλου εύκολη δουλειά για έναν μεταφραστή. Ευδόκιμη, εντούτοις.